- εἴσοπτος
- εἴσοπτος, ον,A visible,
βιεφάροις θνατῶν ἔς. Simon.58.4
, cf. Hdt.2.138, Antipho Soph.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βιεφάροις θνατῶν ἔς. Simon.58.4
, cf. Hdt.2.138, Antipho Soph.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
είσοπτος — εἴσοπτος και ἔσοπτος, ον (Α) ορατός, προσιτός στη θέα … Dictionary of Greek
ἔσοπτον — εἴσοπτος visible masc/fem acc sg εἴσοπτος visible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσοπτοι — εἴσοπτος visible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔσοπτος — εἴσοπτος visible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)